ορκίζω

ορκίζω
(ΑΜ ὁρκίζω) [όρκος]
1. υποχρεώνω κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί κάτι ενόρκως
2. (μέσ. και παθ.) ορκίζομαι
παίρνω όρκο
νεοελλ.
1. απαγγέλλω το κείμενο τού όρκου ως ιερέας, αξιωματούχος ή προϊστάμενος υπηρεσίας και τό επαναλαμβάνει εκείνος που αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του
2. εξορκίζω, παρακαλώ θερμά κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι («σέ ορκίζω στα παιδιά σου...»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ορκισμένος, -η, -ο
φανατικός, άσπονδος («είναι ορκισμένος εχθρός τής δημοκρατίας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁρκίζω — make pres subj act 1st sg ὁρκίζω make pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκίζω — ορκίζω, όρκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορκίζω — όρκισα, ορκίστηκα, ορκισμένος 1. κάνω κάποιον να ορκιστεί: Εγώ τον όρκισα όταν πρωτοδιορίστηκε. 2. μέσ., ορκίζομαι παίρνω, κάνω όρκο: Ορκίστηκαν οι νεοσύλλεχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρκίζετε — ὁρκίζω make pres imperat act 2nd pl ὁρκίζω make pres ind act 2nd pl ὁρκίζω make imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίσει — ὁρκίζω make aor subj act 3rd sg (epic) ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg ὁρκίζω make fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίσῃ — ὁρκίζω make aor subj mid 2nd sg ὁρκίζω make aor subj act 3rd sg ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκιεῖ — ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁρκίζω make fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκιζόμενον — ὁρκίζω make pres part mp masc acc sg ὁρκίζω make pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίδδει — ὁρκίζω make pres ind mp 2nd sg ὁρκίζω make pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκίζει — ὁρκίζω make pres ind mp 2nd sg ὁρκίζω make pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”