- ορκίζω
- (ΑΜ ὁρκίζω) [όρκος]1. υποχρεώνω κάποιον να δώσει όρκο, να διαβεβαιώσει ή να υποσχεθεί κάτι ενόρκως2. (μέσ. και παθ.) ορκίζομαιπαίρνω όρκονεοελλ.1. απαγγέλλω το κείμενο τού όρκου ως ιερέας, αξιωματούχος ή προϊστάμενος υπηρεσίας και τό επαναλαμβάνει εκείνος που αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντά του2. εξορκίζω, παρακαλώ θερμά κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι («σέ ορκίζω στα παιδιά σου...»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ορκισμένος, -η, -οφανατικός, άσπονδος («είναι ορκισμένος εχθρός τής δημοκρατίας»).
Dictionary of Greek. 2013.